FAQs About the word uprooted

εκριζωμένος

to remove as if by pulling up, to remove by or as if by pulling up by the roots, to pull up by the roots, to displace from a country or traditional habitat

εξαγόμενος,μαδημένο,έσπασε,τραβηγμένο,τραβάω,στριμωγμένη,εκτιμημένος,αφαιρέθηκε,ριζωμένος,έσκισε (έξω)

εμφυτευμένο,τοποθετημένος,εγκατεστημένο,εμφύσησε,μαρμελάδα,Γεμιστό,γεμάτο,χτύπησε,σφηνωμένος

uproars => ταραχές, uproariousness => θορυβώδης, uprisings => εξεγέρσεις, uprises => εξεγέρσεις, uprisen => εξέγερση,