FAQs About the word uprisings

εξεγέρσεις

a usually localized act of popular violence in defiance usually of an established government, an act or instance of rising up

εξεγέρσεις,στασι,Εξεγέρσεις,εξεγέρσεις,εξεγέρσεις,εξάρσεις,επαναστάσεις,πραξικοπήματα,πραξικόπημα,πραξικοπήματα

αντιεπαναστάσεις,αντιμετώπιση ανταρσίας

uprises => εξεγέρσεις, uprisen => εξέγερση, uprears => εγείρει, uprearing => ανατροφή, upreared => αναθρεμμένος,