FAQs About the word risings

αυξήσεις

approaching a stated age, insurrection, uprising

εξεγέρσεις,στασι,Εξεγέρσεις,εξεγέρσεις,εξεγέρσεις,εξεγέρσεις,εξάρσεις,επαναστάσεις,πραξικοπήματα,πραξικόπημα

αντιεπαναστάσεις,αντιμετώπιση ανταρσίας

rising star => Ανατέλλον άστρο, rising (to) => αυξανόμενος (σε), rises (to) => αυξάνεται σε, rises => αυξάνεται, risers => πατήματα,