Greek Meaning of rising (to)

αυξανόμενος (σε)

Other Greek words related to αυξανόμενος (σε)

Definitions and Meaning of rising (to) in English

rising (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word rising (to)

αυξανόμενος (σε)

χειροκροτώντας,επευφημώντας,χειροκροτήματα,επαινετικός,χαιρετώντας,επευφημούν,Μπράβο,ξεκαρδίζομαι,ριζοβολία (για),διαπίστευση

Μειωτικός,απαξιωτικός,χτύπημα,τηγάνισμα,χτύπημα,Κατεβάζω,νουθετώντας,Κατηγορείν,επικριτικός,επιπληκτικός

rises (to) => αυξάνεται σε, rises => αυξάνεται, risers => πατήματα, rise (to) => να φτάσει (στο), ripsnorters => ripsnorters,