Greek Meaning of cracking up
ξεκαρδίζομαι
Other Greek words related to ξεκαρδίζομαι
- χειροκροτώντας
- επαινετικός
- χαλάζι
- διαπίστευση
- επευφημώντας
- επαινετικό
- χαιρετώντας
- διαφήμιση
- επευφημούν
- αποθεώνοντας
- βγάζω το καπέλο σε
- βγάζοντας το καπέλο σε
- αυξανόμενος (σε)
- ριζοβολία (για)
- Εγκριτικός
- Γιορτάζω
- χειροκροτήματα
- επικύρωση
- επαινετικός
- εξυμνώντας
- ευνοϊκός
- κολακευτικός
- επικυρώνοντας
- Συστήνοντας
- τραγούδι
- υποστηρίζων
- διαφημιστικός
- Μπράβο
Nearest Words of cracking up
Definitions and Meaning of cracking up in English
cracking up
to cause to laugh out loud, to damage or destroy (a vehicle) by crashing, collision, wreck, a mental collapse, to laugh out loud, praise sense 1, tout, praise, tout sense 1, to cause or have a crack-up, crash, wreck, collapse, breakdown, to damage or destroy a vehicle (as by losing control)
FAQs About the word cracking up
ξεκαρδίζομαι
to cause to laugh out loud, to damage or destroy (a vehicle) by crashing, collision, wreck, a mental collapse, to laugh out loud, praise sense 1, tout, praise,
χειροκροτώντας,επαινετικός,χαλάζι,διαπίστευση,επευφημώντας,επαινετικό,χαιρετώντας,διαφήμιση,επευφημούν,αποθεώνοντας
απαξιωτικός,χτύπημα,τηγάνισμα,χτύπημα,Κατεβάζω,Μειωτικός,Κατηγορείν,επικριτικός,επιτιμητικός,κριτικός
cracking down (on) => καταστολή (σε), cracking (on) => σκάσιμο (επί), crackhead => άτομο εθισμένο στο crack, crackerjacks => Κράκερ-τζάκς, cracked wise => έξυπνος,