Greek Meaning of censuring
επικριτικός
Other Greek words related to επικριτικός
- επιζήμιος
- κακόβουλος
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- κριτική
- υποτιμητικός
- απαξιωτικός
- αποδοκιμαστικός
- εντοπισμός σφάλματος
- υπερκριτικός
- αρνητικός
- υπερβολικά επικριτικός
- μη κολακευτικό
- δυσμενής
- δυσμενής
- Μειωτικός
- περιφρονητικός
- υποτιμητικό
- απαξιωτικός
- Αχάριστος
- περιφρονητικός
- υποτιμητικό
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
- περιφρονητικός
Nearest Words of censuring
Definitions and Meaning of censuring in English
censuring (p. pr. & vb. n.)
of Censure
FAQs About the word censuring
επικριτικός
of Censure
επιζήμιος,κακόβουλος,επικριτικός,κουβέντα,λογομαχώ,κριτική,υποτιμητικός,απαξιωτικός,αποδοκιμαστικός,εντοπισμός σφάλματος
Αποδεκτός,θαυμάζοντας,χειροκροτώντας,εκτιμητικός,Εγκριτικός,επαινετικός,δωρεάν,ευνοϊκή,φιλικός,καλός
censurer => λογοκριτής, censured => λογοκριμένος, censure => μομφή, censurable => άξιος μομφής, censual => απογραφικός,