Greek Meaning of laudative

εγκωμιαστικός

Other Greek words related to εγκωμιαστικός

Definitions and Meaning of laudative in English

Webster

laudative (a.)

Laudatory.

Webster

laudative (n.)

A panegyric; a eulogy.

FAQs About the word laudative

εγκωμιαστικός

Laudatory., A panegyric; a eulogy.

θαυμάζοντας,εκτιμητικός,δωρεάν,εγκωμιαστικός,εγκωμιαστικός,ευνοϊκή,κολακευτικός,φιλικός,εγκωμιαστικός,Εγκώμιο

κακόβουλος,επικριτικός,κριτική,εντοπισμός σφάλματος,υπερκριτικός,υπερβολικά επικριτικός,επιζήμιος,Μειωτικός,επικριτικός,κουβέντα

laudation => έπαινος, laudanum => λαύδανο, laudanine => λαυδανίνη, laudably => αξιέπαινα, laudableness => αξιέπαινος,