Greek Meaning of admiring

θαυμάζοντας

Other Greek words related to θαυμάζοντας

Definitions and Meaning of admiring in English

Webster

admiring (p. pr. & vb. n.)

of Admire

Webster

admiring (a.)

Expressing admiration; as, an admiring glance.

FAQs About the word admiring

θαυμάζοντας

of Admire, Expressing admiration; as, an admiring glance.

εκτιμητικός,Εγκριτικός,ευνοϊκή,καλός,θετικός,Αποδεκτός,χειροκροτώντας,δωρεάν,φιλικός,υποστηρικτικός

επιζήμιος,κριτική,υποτιμητικό,υποτιμητικός,απαξιωτικός,αποδοκιμαστικός,αρνητικός,αναίσθητος,μη κολακευτικό,δυσμενής

admirer => Θαυμάστρια, admired => θαυμαστός, admire => θαυμάζω, admirative => θαυμαστικός, admiration => Θαυμάζω,