Greek Meaning of admissive
παραδεκτός
Other Greek words related to παραδεκτός
- αναγνώριση
- αναγνώριση
- Ισχυρισμός
- παραχώρηση
- εξομολόγηση
- επιμονή
- συγγνώμη
- ομολογία
- Αίτηση
- επιβεβαίωση
- δήλωση
- αποκάλυψη
- αποκάλυψη
- εξομολόγηση
- επιβεβαίωση
- επίδομα
- ανακοίνωση
- εγγύηση
- προδοσία
- ενοχή
- μετάνοια
- αποκάλυψη
- λάθος
- δώρο
- μετάνοια
- αναγγελία
- επάγγελμα
- προφορά
- μετανόηση
- Μετάνοια
- μετάνοια
- ευθύνη
- Αυτοκατηγορία
- αυτοαπάτη
- Αυτοενοχοποίηση
- αυτομομφή
- αυτοκριτική
- αυτοαποκάλυψη
Nearest Words of admissive
Definitions and Meaning of admissive in English
admissive (s)
characterized by or allowing admission
admissive (a.)
Implying an admission; tending to admit.
FAQs About the word admissive
παραδεκτός
characterized by or allowing admissionImplying an admission; tending to admit.
αναγνώριση,αναγνώριση,Ισχυρισμός,παραχώρηση,εξομολόγηση,επιμονή,συγγνώμη,ομολογία,Αίτηση,επιβεβαίωση
άρνηση,άρνηση,απόρριψη,απαγόρευση,αποποίηση ευθύνης,μη εισδοχή,αποκήρυξη,αποκήρυξη,αποκήρυξη
admission price => τιμή εισόδου, admission fee => Είσοδος, admission day => Ημέρα εισαγωγής, admission charge => Είσοδος, admission => εισαγωγή,