FAQs About the word divulgence

αποκάλυψη

the act of disclosing something that was secret or private

αποκάλυψη,έκθεση,αποκάλυψη,αναγνώριση,αναγνώριση,εισαγωγή,Βόμβα,εξομολόγηση,έκπληξη,έκπληξη

απόκρυψη,κάλυμμα

divulgement => Αποκάλυψη, divulged => αποκαλυπτόμενη, divulge => αποκαλύπτω, divulgation => αποκάλυψη, divulgater => διαφωτιστής,