Greek Meaning of dix
δέκα
Other Greek words related to δέκα
- προσβολή
- γένι
- κριτική
- κόβω
- βέλος
- σκάβω
- ταπείνωση
- προσβολή
- όνομα
- αδίκημα
- παράπτωμα
- Εξοργισμός
- προσωπικότητα
- Χαστούκι
- ελαφρύ
- ασαφές
- Κακοποίηση
- τούβλο
- επίθετο
- κοροϊδία
- ζώνω
- σούστα
- χτυπάω
- κοροϊδεύω
- τσιμπάω
- βάλω κάτω
- σαρκασμός
- μειδίαμα
- ειρωνεία
- σφύριγμα
- αποδοκιμασία
- ατίμωση
- ντροπή
- ύβρις
- κοροϊδεύω
- όνειδος
- αστείο
- ντροπή
- χτύπημα
- σάρωση
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- Βρισιά
Nearest Words of dix
Definitions and Meaning of dix in English
dix (n)
United States social reformer who pioneered in the reform of prisons and in the treatment of the mentally ill; superintended women army nurses during the American Civil War (1802-1887)
FAQs About the word dix
δέκα
United States social reformer who pioneered in the reform of prisons and in the treatment of the mentally ill; superintended women army nurses during the Americ
προσβολή,γένι,κριτική,κόβω,βέλος,σκάβω,ταπείνωση,προσβολή,όνομα,αδίκημα
επαίνους,κομπλιμέντο,Έπαινος,εκδήλωση θαυμασμού,τιμή,χειροκροτήματα,κολακεία,κολακεία
diwan => Ντιβάνι, divvy up => μοιράζω, divvy => μοιράζω, divulsive => χωριστικός, divulging => αποκάλυψη,