Greek Meaning of offence
αδίκημα
Other Greek words related to αδίκημα
- έγκλημα
- παραβίαση
- χρέος
- σφάλμα
- έγκλημα
- παραβίαση νόμου
- Κακότητα
- Αδίκημα
- πλημμέλημα
- Αμαρτία
- παράβαση
- παράβαση
- παράβαση
- Κακοποίηση
- έγκλημα μίσους
- Σπάω
- διαφθορά
- εγκληματικότητα
- Διαφθορά
- λάθος
- αδυναμία
- έγκλημα μίσους
- παράνομη
- Ανηθικότητα
- παράβαση
- αδικία
- ανομία
- ακολασία
- κακή διαγωγή
- παράπτωμα
- κακοδιαχείριση
- παράπτωμα
- αμαρτωλότητα
- παρανομία
- αντιπρόεδρος
- κακία
Nearest Words of offence
Definitions and Meaning of offence in English
offence (n)
the action of attacking an enemy
the team that has the ball (or puck) and is trying to score
a feeling of anger caused by being offended
a lack of politeness; a failure to show regard for others; wounding the feelings or others
a transgression that constitutes a violation of what is judged to be right
offence (n.)
See Offense.
The act of offending in any sense; esp., a crime or a sin, an affront or an injury.
The state of being offended or displeased; anger; displeasure.
A cause or occasion of stumbling or of sin.
FAQs About the word offence
αδίκημα
the action of attacking an enemy, the team that has the ball (or puck) and is trying to score, a feeling of anger caused by being offended, a lack of politeness
έγκλημα,παραβίαση,χρέος,σφάλμα,έγκλημα,παραβίαση νόμου,Κακότητα,Αδίκημα,πλημμέλημα,Αμαρτία
αθωότητα,καλοσύνη,αμεμψία,αθωότητα,ηθική,μη εγκληματικότητα,δικαιοσύνη,αρετή,ἀναμάρτητος,αθωότητα
offenbach => Όφενμπαχ, off-day => κακή μέρα, offcut => κομμάτι, off-colour => άσεμνος, off-color => Απρεπής,