Greek Meaning of impeccability

αμεμψία

Other Greek words related to αμεμψία

Definitions and Meaning of impeccability in English

Wordnet

impeccability (n)

the quality of being without an error or fault

the quality of being exempt from sin or incapable of sinning

Webster

impeccability (n.)

the quality of being impeccable; exemption from sin, error, or offense.

FAQs About the word impeccability

αμεμψία

the quality of being without an error or fault, the quality of being exempt from sin or incapable of sinningthe quality of being impeccable; exemption from sin,

αθωότητα,αθωότητα,αγνότητα,αθωότητα,ἀναμάρτητος,καλοσύνη,αθωότητα,αδιαφθορά,ακεραιότητα,αμεμψία

ενοχή,ενοχή,κακός,λάθος,ενοχή,Ενοχή,ευθύνη,ενοχή,διαφθορά,εγκληματικότητα

impearling => πλουτισμένο με μαργαριτάρια, impearled => επιμαργαρωμένος, impearl => μαργαριταρένιος, impeachment => Ένσταση, impeaching => καταγγέλλοντας,