Greek Meaning of impeached

καθαιρέθηκε

Other Greek words related to καθαιρέθηκε

Definitions and Meaning of impeached in English

Webster

impeached (imp. & p. p.)

of Impeach

FAQs About the word impeached

καθαιρέθηκε

of Impeach

κατηγορούμενος,καταδικασμένος,καταδικασμένος,ένοχος,υπόλογο,κατηγορούμενος,τιμωρητέος,κατηγορητέος,ένοχος,εγκληματική

απαλλαγμένος,άμεμπτος,σαφής,ξεκαθαρισμένο,άψογος,αθώος,Άμεμπτος,αθώος,άψογος,λευκό σαν κρίνο

impeachable => υπόλογο, impeachability => Κατηγορία, impeach => καθαιρώ, impawning => ενέχυρο, impawned => υποθηκευμένο,