Greek Meaning of lily-white

λευκό σαν κρίνο

Other Greek words related to λευκό σαν κρίνο

Definitions and Meaning of lily-white in English

Wordnet

lily-white (s)

restricted to whites only

of a pure white color

FAQs About the word lily-white

λευκό σαν κρίνο

restricted to whites only, of a pure white color

άμεμπτος,αθώος,αθώος,άψογος,καθαρός,σαφής,ξεκαθαρισμένο,ηθικός,άψογος,Άμεμπτος

κατηγορούμενος,ένοχος,ένοχος,τιμωρητέος,χρεωστικός,κατηγορητέος,άξιος μομφής,καταδικασμένος,καταδικασμένος,υπόλογο

lilyturf => Κρίνος, lily-of-the-valley tree => Κρίνος της κοιλάδας, lily-livered => Δειλός, lily-handed => κρινοχέρης, lily turf => Κρίνος,