Greek Meaning of harmfulness

βλαβερότητα

Other Greek words related to βλαβερότητα

Definitions and Meaning of harmfulness in English

Wordnet

harmfulness (n)

destructiveness that causes harm or injury

the quality of being noxious

FAQs About the word harmfulness

βλαβερότητα

destructiveness that causes harm or injury, the quality of being noxious

εγκληματικότητα,κακός,Ανηθικότητα,προσβλητικότητα,αμαρτωλότητα,κακία,διαφθορά,ενοχή,Διαφθορά,Κατακριτέο

αθωότητα,ευπρέπεια,ἀναμάρτητος,καλοσύνη,αθωότητα,ειλικρίνεια,αμεμψία,αθωότητα,αθωότητα,ακεραιότητα

harmfully => επιβλαβώς, harmful => επιβλαβές, harmel => Άγρια Ρου, harmed => βλάβη, harmattan => αρματάν,