Greek Meaning of integrity
ακεραιότητα
Other Greek words related to ακεραιότητα
- Χαρακτήρας
- καλοσύνη
- ειλικρίνεια
- ηθική
- αρετή
- ευπρέπεια
- ηθική
- τιμή
- Ηθική
- Ακεραιότητα
- ευθύτητα
- δικαιοσύνη
- ορθότητα
- ευθύτητα
- Αρετή
- Καταλληλότητα
- ορθότητα
- δεοντολογία
- decorum
- Εθιμοτυπία
- Φυσική κατάσταση
- Μεγαλοψυχία
- αδιαφθορά
- αναμαρτησία
- περιουσία
- ευσυνειδησία
- σχολαστικότητα
- αξιοπρέπεια
- αμεμψία
- Ευθυκρισία
Nearest Words of integrity
- integrator => Ενσωματωτής
- integrative => Ενοποιητικός
- integration => ενοποίηση
- integrating => ολοκληρώνοντας
- integrated logistic support => Ενσωματωμένη υλικοτεχνική υποστήριξη
- integrated data processing => Ενσωματωμένη επεξεργασία δεδομένων
- integrated circuit => Ολοκληρωμένο κύκλωμα
- integrated => ενσωματωμένο
- integrate => ενσωματώνω
- integrant => συστατικό
Definitions and Meaning of integrity in English
integrity (n)
an undivided or unbroken completeness or totality with nothing wanting
moral soundness
integrity (n.)
The state or quality of being entire or complete; wholeness; entireness; unbroken state; as, the integrity of an empire or territory.
Moral soundness; honesty; freedom from corrupting influence or motive; -- used especially with reference to the fulfillment of contracts, the discharge of agencies, trusts, and the like; uprightness; rectitude.
Unimpaired, unadulterated, or genuine state; entire correspondence with an original condition; purity.
FAQs About the word integrity
ακεραιότητα
an undivided or unbroken completeness or totality with nothing wanting, moral soundnessThe state or quality of being entire or complete; wholeness; entireness;
Χαρακτήρας,καλοσύνη,ειλικρίνεια,ηθική,αρετή,ευπρέπεια,ηθική,τιμή,Ηθική,Ακεραιότητα
Κακία,αποικοδόμηση,ατιμία,κακός,Κακία,Ανηθικότητα,ακαταλληλότητα,ασέλγεια,Απρέπεια,απροσεξία
integrator => Ενσωματωτής, integrative => Ενοποιητικός, integration => ενοποίηση, integrating => ολοκληρώνοντας, integrated logistic support => Ενσωματωμένη υλικοτεχνική υποστήριξη,