Greek Meaning of integrant
συστατικό
Other Greek words related to συστατικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of integrant
- integrate => ενσωματώνω
- integrated => ενσωματωμένο
- integrated circuit => Ολοκληρωμένο κύκλωμα
- integrated data processing => Ενσωματωμένη επεξεργασία δεδομένων
- integrated logistic support => Ενσωματωμένη υλικοτεχνική υποστήριξη
- integrating => ολοκληρώνοντας
- integration => ενοποίηση
- integrative => Ενοποιητικός
- integrator => Ενσωματωτής
- integrity => ακεραιότητα
Definitions and Meaning of integrant in English
integrant (a.)
Making part of a whole; necessary to constitute an entire thing; integral.
FAQs About the word integrant
συστατικό
Making part of a whole; necessary to constitute an entire thing; integral.
No synonyms found.
No antonyms found.
integrally => ολικῶς, integrality => ακεραιότητα, integral calculus => Ολοκλήρωμα, integral => ολοκλήρωμα, integrable => Ολοκληρώσιμο,