Greek Meaning of integrality
ακεραιότητα
Other Greek words related to ακεραιότητα
- ουσιαστικός
- εγγενής
- Ενδογενής
- βασικός
- ενσωματωμένο
- χαρακτηριστικός
- συνταγματικός
- συνιστατικό
- διακριτικός
- Στοιχειώδης
- βαθιά ριζωμένος
- θεμελιώδης
- ενσύρματο
- κληρονομικός
- εγγενής
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- Αυτοχθόνας
- εδραιωμένος
- κληρονομημένη
- έμφυτος
- εσωτερικός
- Γηγενής
- φυσικός
- συγγενής
- βαθιά ριζωμένο
- συνήθης
- στο αίμα κάποιου
- εμπεδώνω
- εσώτερος
- εσωτερικός
- εσωτερική
- φυσιολογικός
- περίεργος
- τακτικός
- τυπικός
Nearest Words of integrality
- integrally => ολικῶς
- integrant => συστατικό
- integrate => ενσωματώνω
- integrated => ενσωματωμένο
- integrated circuit => Ολοκληρωμένο κύκλωμα
- integrated data processing => Ενσωματωμένη επεξεργασία δεδομένων
- integrated logistic support => Ενσωματωμένη υλικοτεχνική υποστήριξη
- integrating => ολοκληρώνοντας
- integration => ενοποίηση
- integrative => Ενοποιητικός
Definitions and Meaning of integrality in English
integrality (n)
the state of being total and complete
integrality (n.)
Entireness.
FAQs About the word integrality
ακεραιότητα
the state of being total and completeEntireness.
ουσιαστικός,εγγενής,Ενδογενής,βασικός,ενσωματωμένο,χαρακτηριστικός,συνταγματικός,συνιστατικό,διακριτικός,Στοιχειώδης
τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,τυχαίο,επιφάνεια,τυχαίο,κεκτημένος,τυχαίος
integral calculus => Ολοκλήρωμα, integral => ολοκλήρωμα, integrable => Ολοκληρώσιμο, integrability => ολοκληρωσιμότητα, integer => Ακέραιος αριθμός,