Greek Meaning of hardwired
ενσύρματο
Other Greek words related to ενσύρματο
- ουσιαστικός
- εγγενής
- ολοκλήρωμα
- Ενδογενής
- βασικός
- ενσωματωμένο
- συγγενής
- συνταγματικός
- συνιστατικό
- βαθιά ριζωμένος
- θεμελιώδης
- κληρονομικός
- εγγενής
- Έμφυτος
- ενδογαμικός
- Αυτοχθόνας
- εδραιωμένος
- κληρονομημένη
- έμφυτος
- εσωτερικός
- Γηγενής
- φυσικός
- χαρακτηριστικός
- βαθιά ριζωμένο
- διακριτικός
- Στοιχειώδης
- συνήθης
- εμπεδώνω
- εσώτερος
- εσωτερικός
- εσωτερική
- αμετανόητος
- φυσιολογικός
- περίεργος
- τακτικός
- τυπικός
- στο αίμα κάποιου
Nearest Words of hardwired
Definitions and Meaning of hardwired in English
hardwired
implemented in the form of permanent electronic circuits, connected or incorporated by or as if by permanent electrical connections, genetically or innately determined, genetically or innately predisposed, having or done using or as if using permanent electronic circuits or connections
FAQs About the word hardwired
ενσύρματο
implemented in the form of permanent electronic circuits, connected or incorporated by or as if by permanent electrical connections, genetically or innately det
ουσιαστικός,εγγενής,ολοκλήρωμα,Ενδογενής,βασικός,ενσωματωμένο,συγγενής,συνταγματικός,συνιστατικό,βαθιά ριζωμένος
τυχαίο,τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,κεκτημένος,τυχαίος,εξωτερικός,τυχαίο
hardships => Δυσκολίες, hardnoses => σκληροπυρηνικοί, hardnose => σκληροτράχηλος, hard-luck => Ατυχής, hard-heartedness => Σκληροκαρδία,