Greek Meaning of characteristic
χαρακτηριστικός
Other Greek words related to χαρακτηριστικός
- χαρακτηριστικό
- απόδοση
- Κριτήριο
- χαρακτηριστικό
- χαρακτηριστικό
- ποιότητα
- χαρακτηριστικό
- αγάπη
- Χαρακτήρας
- διαφοροποίηση
- δακτυλικό αποτύπωμα
- Ένδειξη
- Σήμα
- δείκτης
- σημείωση
- Ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- σημείο
- ιδιοκτησία
- Σημάδι
- συγκεκριμένος
- Γραμματόσημο
- σύμβολο
- αγγίζω
- σήμα
- γοητεία
- διαγνωστικός
- Εκκεντρικότητα
- έμβλημα
- αριστεία
- χάρις
- Ιδιοσυγκρασία
- ατομικότητα
- αξία
- ιδιοτροπία
- μοναδικότητα
- διακριτικό
- μοναδικότητα
- αρετή
Nearest Words of characteristic
- characterism => χαρακτηρισμός
- characterisic function => χαρακτηριστική συνάρτηση
- characterise => χαρακτηρίζω
- characterisation => χαρακτηρισμός
- charactered => χαρακτηρισμένος
- character-at-a-time printer => Εκτυπωτής χαρακτήρα-σε-χαρακτήρα
- character witness => Μάρτυρας ηθικής
- character set => Σετ χαρακτήρων
- character reference => Αναφορά χαρακτήρα
- character printer => Εκτυπωτής χαρακτήρων
- characteristic curve => χαρακτηριστική καμπύλη
- characteristic root of a square matrix => Χαρακτηριστική ρίζα τετραγωνικού πίνακα
- characteristical => χαρακτηριστικό
- characteristically => χαρακτηριστικά
- characterization => χαρακτηρισμός
- characterize => χαρακτηρίζει
- characterized => χαρακτηρισμένο
- characterizing => χαρακτηριστικός
- characterless => Άχρωμο
- charactery => χαρακτήρας
Definitions and Meaning of characteristic in English
characteristic (n)
a prominent attribute or aspect of something
a distinguishing quality
the integer part (positive or negative) of the representation of a logarithm; in the expression log 643 = 2.808 the characteristic is 2
any measurable property of a device measured under closely specified conditions
characteristic (a)
typical or distinctive
characteristic (a.)
Pertaining to, or serving to constitute, the character; showing the character, or distinctive qualities or traits, of a person or thing; peculiar; distinctive.
characteristic (n.)
A distinguishing trait, quality, or property; an element of character; that which characterized.
The integral part (whether positive or negative) of a logarithm.
FAQs About the word characteristic
χαρακτηριστικός
a prominent attribute or aspect of something, a distinguishing quality, the integer part (positive or negative) of the representation of a logarithm; in the exp
χαρακτηριστικό,απόδοση,Κριτήριο,χαρακτηριστικό,χαρακτηριστικό,ποιότητα,χαρακτηριστικό,αγάπη,Χαρακτήρας,διαφοροποίηση
άτυπος,ασυνήθιστος,ασυνήθιστος,άτυπος
characterism => χαρακτηρισμός, characterisic function => χαρακτηριστική συνάρτηση, characterise => χαρακτηρίζω, characterisation => χαρακτηρισμός, charactered => χαρακτηρισμένος,