Greek Meaning of hardheadedness

πείσμα

Other Greek words related to πείσμα

Definitions and Meaning of hardheadedness in English

hardheadedness

stubborn, willful, stubborn sense 1, marked by sound judgment, concerned with or involving practical considerations

FAQs About the word hardheadedness

πείσμα

stubborn, willful, stubborn sense 1, marked by sound judgment, concerned with or involving practical considerations

πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,επιμονή,Πεισματικότητα

αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,υπακοή,ευκαμψία,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα

hardhandedness => Σκληρόχειρες, hardhanded => σκληροχέρης, hard-eyed => σκληρός βλέμμα, hardens => σκληραίνει, hard-edged => σκληρός,