Greek Meaning of self-opinionatedness
Εγωισμός
Other Greek words related to Εγωισμός
- πεισματικότητα
- Αποφασιστικότητα
- επιμονή
- αδιαλλαξία
- πεισματικότητα
- πείσμα
- Επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- Πεισματικότητα
- αποφασίζω
- Αυτοθέληση
- Εμμονή
- αυθαιρεσία
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- γνώμη
- επιμονή
- αδιαλλαξία
- πρόκληση
- επιμονή
- διαστροφή
- σταθερότητα
- πείσμα
- παραξενιά
- πείσμα
- μπόζο
- ανυπακοή
- πεισματικότητα
- ανυπακοή
- Στερεότητα
- σκληρότητα
- Ακινησία
- ακινησία
- αμείλικτη συμπεριφορά
- αναπόφευκτο
- Ακαμψία
- Απείθεια
- δυσκολία
- κακοήθεια
- στενοκεφαλιά
- θόρυβος
- επιμονή
- διαστροφή
- ανταρσία
- απειθαρχία
- δυσπραγία, αντίσταση
- ανθυγία
- αλύπητη επιμονή
- ακαμψία
- ακαμψία
- αυστηρότητα
- στενόμυαλοτητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
- αναρχία
- εμμονή
- κακομοιριά
- επιμονή
Nearest Words of self-opinionatedness
- self-operating => αυτοματοποιημένος
- self-obsessed => εγωκεντρικός
- self-observation => Αυτοπαρατήρηση
- self-mastery => αυτοκυριαρχία
- self-loathing => αυτομισία
- self-loaders => Αυτόφορτοι
- self-involvement => Εγωισμός
- self-instructed => αυτοδίδακτος
- self-inflicted => αυτοτραυματισμένος
- self-infatuated => Ερωτευμένος με τον εαυτό του
- self-oriented => εγωκεντρικός
- self-perception => αυτοαντίληψη
- self-pleased => αυτάρεσκος
- self-pleasing => Αυτοϊκανοποιημένος
- self-poise => αυτοπειθαρχία
- self-poised => Ψύχραιμος
- self-possessedly => Ψύχραιμα
- self-preoccupation => αυτοσυγκέντρωση
- self-preoccupied => εγωκεντρικός
- self-promoter => αυτοπροωθητής
Definitions and Meaning of self-opinionatedness in English
self-opinionatedness
conceited, stubbornly holding to one's own opinion
FAQs About the word self-opinionatedness
Εγωισμός
conceited, stubbornly holding to one's own opinion
πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πεισματικότητα,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,Πεισματικότητα
αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,ευκαμψία,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα,υπαγωγή
self-operating => αυτοματοποιημένος, self-obsessed => εγωκεντρικός, self-observation => Αυτοπαρατήρηση, self-mastery => αυτοκυριαρχία, self-loathing => αυτομισία,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)