Greek Meaning of self-pleasing

Αυτοϊκανοποιημένος

Other Greek words related to Αυτοϊκανοποιημένος

Definitions and Meaning of self-pleasing in English

self-pleasing

giving pleasure to oneself, the giving of pleasure to oneself

FAQs About the word self-pleasing

Αυτοϊκανοποιημένος

giving pleasure to oneself, the giving of pleasure to oneself

Ηδονιστικός,συβαριτικός,Κυρηναϊκός,λαιμαργός,Ταιριαστός,αρπακτικό,ηδονιστής,άπληστος,εγωιστικός

εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,αυτοθυσιαστικός,αυτοθυσία,νηφάλιος,εύκρατο

self-pleased => αυτάρεσκος, self-perception => αυτοαντίληψη, self-oriented => εγωκεντρικός, self-opinionatedness => Εγωισμός, self-operating => αυτοματοποιημένος,