Greek Meaning of hedonistic
Ηδονιστικός
Other Greek words related to Ηδονιστικός
Nearest Words of hedonistic
Definitions and Meaning of hedonistic in English
hedonistic (s)
devoted to pleasure
hedonistic (a.)
Same as Hedonic, 2.
FAQs About the word hedonistic
Ηδονιστικός
devoted to pleasureSame as Hedonic, 2.
πολυτελής,συβαριτικός,παρακμιακός,εξωφρενικός,Ταιριαστός,επιεικής,υπερβολικός,εγωιστικός,σαρκικός,λαιμαργός
εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,αυτοθυσιαστικός,αυτοθυσία,νηφάλιος,εύκρατο
hedonist => ηδονιστής, hedonism => Ηδονισμός, hedonic => ηδονιστικός, hedjaz => Χιτζάζ, hediondilla => hediondilla,