Greek Meaning of overindulgent

υπερβολικός

Other Greek words related to υπερβολικός

Definitions and Meaning of overindulgent in English

Wordnet

overindulgent (s)

excessively indulgent

FAQs About the word overindulgent

υπερβολικός

excessively indulgent

Ηδονιστικός,πολυτελής,παρακμιακός,εξωφρενικός,Ταιριαστός,επιεικής,εγωιστικός,συβαριτικός,σαρκικός,λαιμαργός

εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,αυτοθυσιαστικός,αυτοθυσία,νηφάλιος,εύκρατο

overindulgence => Υπερβολή, overindulge => Υπερβολική κατανάλωση, overhung => Προεξέχων, overhold => παρακράτηση, overhipping => υπερβολική συσκευασία,