Greek Meaning of decadent
παρακμιακός
Other Greek words related to παρακμιακός
- φθαρμένο
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- εξασθενημένος
- υπερώριμο
- Αδύναμος
- διεφθαρμένος
- σαπισμένο
- μειούμενη
- διεστραμμένος
- διεφθαρμένος
- ετοιμοθάνατος
- αποτυχημένος
- Ασθενής
- ανήθικος
- νωθρός
- πολύτιμος
- μαλακός
- ξεφτισμένος
- εξασθενημένος
- κατευνασμένος
- εξασθενημένος
- Αποθαρρυμένος
- διασκορπισμένος
- εξασθενίζω
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- υπερβολικά εξευγενισμένος
- αποκαμωμένος
- φθίνουσα
- σπαταλημένος
- δειλός
Nearest Words of decadent
Definitions and Meaning of decadent in English
decadent (n)
a person who has fallen into a decadent state (morally or artistically)
decadent (s)
luxuriously self-indulgent
marked by excessive self-indulgence and moral decay
decadent (a.)
Decaying; deteriorating.
decadent (n.)
One that is decadent, or deteriorating; esp., one characterized by, or exhibiting, the qualities of those who are degenerating to a lower type; -- specif. applied to a certain school of modern French writers.
FAQs About the word decadent
παρακμιακός
a person who has fallen into a decadent state (morally or artistically), luxuriously self-indulgent, marked by excessive self-indulgence and moral decayDecaying
φθαρμένο,εκφυλισμένος,Υποβαθμισμένο,εξασθενημένος,υπερώριμο,Αδύναμος,διεφθαρμένος,σαπισμένο,μειούμενη,διεστραμμένος
μη εκφυλισμένος
decadency => παρακμή, decadence => παρακμή, decade => δεκαετία, decadal => Δεκαετής, decad => δεκαετία,