Greek Meaning of waning
φθίνουσα
Other Greek words related to φθίνουσα
- σαπισμένο
- μειούμενη
- ετοιμοθάνατος
- αποτυχημένος
- Ασθενής
- πολύτιμος
- εξασθενημένος
- φθαρμένο
- εκφυλισμένος
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- νωθρός
- υπερβολικά εξευγενισμένος
- αποκαμωμένος
- σπαταλημένος
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- δειλός
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- εξασθενημένος
- εξασθενίζω
- ανήθικος
- υπερώριμο
- μαλακός
- ξεφτισμένος
Nearest Words of waning
Definitions and Meaning of waning in English
waning (n)
a gradual decrease in magnitude or extent
waning (a)
(of the Moon) pertaining to the period during which the visible surface of the moon decreases
waning (p. pr. & vb. n.)
of Wane
waning (n.)
The act or process of waning, or decreasing.
FAQs About the word waning
φθίνουσα
a gradual decrease in magnitude or extent, (of the Moon) pertaining to the period during which the visible surface of the moon decreasesof Wane, The act or proc
σαπισμένο,μειούμενη,ετοιμοθάνατος,αποτυχημένος,Ασθενής,πολύτιμος,εξασθενημένος,φθαρμένο,εκφυλισμένος,εξαντλημένος
μη εκφυλισμένος
waniand => Waniand, wanhorn => Γουάνχορν, wanhope => Απελπισία, wango => wango, wangling => Βαριέμαι,