Greek Meaning of wangler
τσαρλατάνος
Other Greek words related to τσαρλατάνος
Nearest Words of wangler
Definitions and Meaning of wangler in English
wangler (n)
a deceiver who uses crafty misleading methods
FAQs About the word wangler
τσαρλατάνος
a deceiver who uses crafty misleading methods
τακτοποιώ,χειρίζομαι,Διαπραγματεύομαι,Συμπεραίνουμε,Επινοώ,μηχανικός,πονηρός,λεπτότητα,πλαίσιο,μηχανεύω
χτύπημα,χαλάω,τα κάνω μαντάρα,χασάπης,Ψάχνω,Κολλήσει,τσαλακώνω,κακομεταχείριση,Ντούμπα,λάθος
wangle => καταφέρνω, wanghee => Γουάνγκχι, wanger => Βάνγκερ, wangan => γάντι, wang => Γουάνγκ,