Greek Meaning of wangling
Βαριέμαι
Other Greek words related to Βαριέμαι
- διάταξη
- χειραγώγηση
- διαπραγμάτευση
- συνωμοσία
- τελικός
- επινοώντας
- Μηχανική
- κομπίνα
- φινέτσα
- Καδράρισμα
- μηχανορραφώντας
- διαχείριση
- Μανούβρες
- σχεδιασμός
- ψάρεμα (για)
- ζυθοποιία
- επιτακτικός
- αρκετός
- συναυλία
- παρασκευάζω
- αγωγός
- συνωμοτικός
- μαγείρεμα
- σκηνοθεσία
- εκλογικές εκλογικές περιφέρειες
- σφυρηλάτηση
- χειρισμός
- εκκόλαψη
- συναρπαστικό
- τρέξιμο
- Σχεδιαστής
- προπόνηση
Nearest Words of wangling
Definitions and Meaning of wangling in English
wangling (n)
an instance of accomplishing something by scheming or trickery
FAQs About the word wangling
Βαριέμαι
an instance of accomplishing something by scheming or trickery
διάταξη,χειραγώγηση,διαπραγμάτευση,συνωμοσία,τελικός,επινοώντας,Μηχανική,κομπίνα,φινέτσα,Καδράρισμα
φυσώντας,καταστροφή,αδέξιος,Σφαγή,αδέξιος,Κολλώδες,ζάρωμα,χάνοντας (πάνω),κακομεταχείριση,ταλαντευόμενο
wangler => τσαρλατάνος, wangle => καταφέρνω, wanghee => Γουάνγκχι, wanger => Βάνγκερ, wangan => γάντι,