Greek Meaning of concocting
παρασκευάζω
Other Greek words related to παρασκευάζω
- κατασκευή
- σχεδίαση
- εφεύρεση
- επινοώντας
- σχεδιάζοντας
- κατασκευή
- παραγωγική
- νομισματοκοπία
- ερχόμενος με
- συλλαμβάνω
- μαγείρεμα
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρευόμενος
- τύμπανο
- προληπτικός
- όραμα
- στοχαστικός
- κατασκευή
- φαντασιωνόμενος
- εκκόλαψη
- φανταζόμενος
- αυτοσχεδιάζοντας
- Μακιγιάζ
- σκέψη (πάνω)
- πλαστογραφείν
- Βαμπιρισμός (πάνω)
- οπτικοποιώντας
Nearest Words of concocting
Definitions and Meaning of concocting in English
concocting
to prepare by combining various ingredients, devise, fabricate, to prepare by combining raw materials, to think up
FAQs About the word concocting
παρασκευάζω
to prepare by combining various ingredients, devise, fabricate, to prepare by combining raw materials, to think up
κατασκευή,σχεδίαση,εφεύρεση,επινοώντας,σχεδιάζοντας,κατασκευή,παραγωγική,νομισματοκοπία,ερχόμενος με,συλλαμβάνω
κλωνοποίηση,αντιγραφή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),μιμούμενος,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,αντιγραφή,αντιγράφοντας
concocted => επινοημένη, conclusions => συμπεράσματα, concludes => καταλήγει, conclaves => κονκλάβια, concinnity => αρμονία,