Greek Meaning of envisaging
προληπτικός
Other Greek words related to προληπτικός
- πνευματικό τέκνο
- σύννεφο
- ποτό
- κατασκευή
- φαντασία
- ιδέα
- Απεικόνιση
- ουτοπία
- Οπτικοποίηση
- χίμαιρα
- Παραδείσι
- Ονειροπόληση
- μύθος
- εφεύρεση
- Ανάκλαση
- εφιάλτης
- Φαντασία
- Σάνγκρι-Λα
- εγωισμός
- εφιάλτης
- Παραίσθηση
- όνειρο
- φανταχτερός
- φάντασμα
- φαντασία
- Φαντασίωση
- ψευδαίσθηση
- Σκιάχτρο
- ψευδαίσθηση
- μηδέν
- Φάντασμα
- Κάστρα στον αέρα
- μη πραγματικότητα
- Όραμα
Nearest Words of envisaging
- envisagement => envisionment
- envisaged => Προβλεπόμενος
- envisage => φαντάζομαι
- environs => περίχωρα
- environmentally => Περιβαλλοντικά
- environmentalist => οικολόγος
- environmentalism => προστασία του περιβάλλοντος
- environmental science => Περιβαλλοντικές επιστήμες
- environmental protection agency => Περιβαλλοντικός Οργανισμός Προστασίας
- environmental condition => περιβαλλοντικές συνθήκες
Definitions and Meaning of envisaging in English
envisaging (p. pr. & vb. n.)
of Envisage
FAQs About the word envisaging
προληπτικός
of Envisage
πνευματικό τέκνο,σύννεφο,ποτό,κατασκευή,φαντασία,ιδέα,Απεικόνιση,ουτοπία,Οπτικοποίηση,χίμαιρα
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
envisagement => envisionment, envisaged => Προβλεπόμενος, envisage => φαντάζομαι, environs => περίχωρα, environmentally => Περιβαλλοντικά,