Greek Meaning of envisaging

προληπτικός

Other Greek words related to προληπτικός

Definitions and Meaning of envisaging in English

Webster

envisaging (p. pr. & vb. n.)

of Envisage

FAQs About the word envisaging

προληπτικός

of Envisage

πνευματικό τέκνο,σύννεφο,ποτό,κατασκευή,φαντασία,ιδέα,Απεικόνιση,ουτοπία,Οπτικοποίηση,χίμαιρα

γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα

envisagement => envisionment, envisaged => Προβλεπόμενος, envisage => φαντάζομαι, environs => περίχωρα, environmentally => Περιβαλλοντικά,