Greek Meaning of delusion
Παραίσθηση
Other Greek words related to Παραίσθηση
- Ονειροπόληση
- όνειρο
- φαντασία
- ψευδαίσθηση
- Όραμα
- κάστρο στην Ισπανία
- Κάστρο στον αέρα
- χίμαιρα
- εγωισμός
- φάντασμα
- Φαντασίωση
- ψευδαίσθηση
- ιδέα
- Απεικόνιση
- Ανάκλαση
- εφιάλτης
- Φάντασμα
- Φαντασία
- Κάστρα στον αέρα
- μη πραγματικότητα
- πνευματικό τέκνο
- Παραδείσι
- σύννεφο
- ποτό
- μύθος
- κατασκευή
- φανταχτερός
- φαντασία
- Σκιάχτρο
- μηδέν
- ουτοπία
- Οπτικοποίηση
Nearest Words of delusion
- delusional => παραληρηματικός
- delusional disorder => παραληρηματική διαταραχή
- delusions of grandeur => μανία μεγαλείου
- delusions of persecution => Παραληρητικές ιδέες καταδίωξης
- delusive => Ψευδής
- delusively => Ψευδώς
- delusory => παραπλανητικός
- deluxe => ντελούξ
- delve => διερευνώ
- delved => εμβαθύνθηκε
Definitions and Meaning of delusion in English
delusion (n)
(psychology) an erroneous belief that is held in the face of evidence to the contrary
a mistaken or unfounded opinion or idea
the act of deluding; deception by creating illusory ideas
delusion (n.)
The act of deluding; deception; a misleading of the mind.
The state of being deluded or misled.
That which is falsely or delusively believed or propagated; false belief; error in belief.
FAQs About the word delusion
Παραίσθηση
(psychology) an erroneous belief that is held in the face of evidence to the contrary, a mistaken or unfounded opinion or idea, the act of deluding; deception b
Ονειροπόληση,όνειρο,φαντασία,ψευδαίσθηση,Όραμα,κάστρο στην Ισπανία,Κάστρο στον αέρα,χίμαιρα,εγωισμός,φάντασμα
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
delundung => delundung, deluging => κατακλυσμιαίος, deluged => κατακλύζω, deluge => κατακλυσμός, deluding => Παραπλανητικός,