Greek Meaning of hallucination
ψευδαίσθηση
Other Greek words related to ψευδαίσθηση
- Ονειροπόληση
- Παραίσθηση
- όνειρο
- φαντασία
- ψευδαίσθηση
- Όραμα
- κάστρο στην Ισπανία
- Κάστρο στον αέρα
- χίμαιρα
- εγωισμός
- φάντασμα
- φαντασία
- Φαντασίωση
- ιδέα
- Απεικόνιση
- Ανάκλαση
- εφιάλτης
- Φάντασμα
- Φαντασία
- Κάστρα στον αέρα
- μη πραγματικότητα
- πνευματικό τέκνο
- σύννεφο
- ποτό
- μύθος
- κατασκευή
- φανταχτερός
- Σκιάχτρο
- μηδέν
- ουτοπία
- Οπτικοποίηση
- Φανούκι
Nearest Words of hallucination
- hallucinating => παραισθησιογόνο
- hallucinate => ψευδαίσθηση
- hallucal => Μέγας δάκτυλος
- hallstattian => Χαλστατικός
- hallstatt => Χάλστατ
- hallstand => κρεμάστρα
- hall's honeysuckle => Αειθαλής χιονάνθη
- halloysite => Αλλοϋσίτης
- hallowmass => Γιορτή των Αγίων Πάντων
- hallowmas => Πανηγύρι των Αγίων Πάντων
Definitions and Meaning of hallucination in English
hallucination (n)
illusory perception; a common symptom of severe mental disorder
a mistaken or unfounded opinion or idea
an object perceived during a hallucinatory episode
hallucination (n.)
The act of hallucinating; a wandering of the mind; error; mistake; a blunder.
The perception of objects which have no reality, or of sensations which have no corresponding external cause, arising from disorder or the nervous system, as in delirium tremens; delusion.
FAQs About the word hallucination
ψευδαίσθηση
illusory perception; a common symptom of severe mental disorder, a mistaken or unfounded opinion or idea, an object perceived during a hallucinatory episodeThe
Ονειροπόληση,Παραίσθηση,όνειρο,φαντασία,ψευδαίσθηση,Όραμα,κάστρο στην Ισπανία,Κάστρο στον αέρα,χίμαιρα,εγωισμός
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
hallucinating => παραισθησιογόνο, hallucinate => ψευδαίσθηση, hallucal => Μέγας δάκτυλος, hallstattian => Χαλστατικός, hallstatt => Χάλστατ,