Greek Meaning of actuality

πραγματικότητα

Other Greek words related to πραγματικότητα

Definitions and Meaning of actuality in English

Wordnet

actuality (n)

the state of actually existing objectively

Webster

actuality (n.)

The state of being actual; reality; as, the actuality of God's nature.

FAQs About the word actuality

πραγματικότητα

the state of actually existing objectivelyThe state of being actual; reality; as, the actuality of God's nature.

ύπαρξη,σωματικότητα,επικράτηση,πραγματικότητα,διαβίωση,δραστηριότητα,Κινούμενα σχέδια,Σωματικότητα,Νόμισμα,γνησιότητα

απουσία,έλλειψη,ανυπαρξία,ανυπαρξία,μηδέν,μη πραγματικότητα,Έλλειψη,ανυπαρξία,δυνατότητα,θέλω

actualities => Επίκαιρα, actualist => ενεργειιστής, actualise => πραγματοποιηθεί, actualisation => πραγμάτωση, actual sin => Πραγματική αμαρτία,