Greek Meaning of corporality
σωματικότητα
Other Greek words related to σωματικότητα
Nearest Words of corporality
- corporal punishment => σωματική τιμωρία
- corporal => Δεκανέας
- corp => πτώμα
- corozo palm => Φοίνικας κορόζο
- corozo => κορρόζο
- corot => Κορό
- coropuna => Κοροπούνα
- coronoid process of the mandible => Κορώνοειδής απόφυση της κάτω γνάθου
- coronoid process => Κορώνοειδής απόφυση
- coronium => Δεν υπάρχει διαθέσιμη μετάφραση
- corporate => εταιρικός
- corporate bond => Εταιρικά ομόλογα
- corporate executive => Εταιρικό στέλεχος
- corporate finance => Εταιρικά Οικονομικά
- corporate investor => Εταιρικός επενδυτής
- corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη
- corporation => εταιρεία
- corporation law => Εταιρικό δίκαιο
- corporatism => εταιρισμός
- corporatist => κορπορατίστικος
Definitions and Meaning of corporality in English
corporality (n)
the quality of being physical; consisting of matter
FAQs About the word corporality
σωματικότητα
the quality of being physical; consisting of matter
ύπαρξη,Σωματικότητα,πραγματικότητα,διαβίωση,αντικειμενικότητα,δραστηριότητα,πραγματικότητα,Κινούμενα σχέδια,Νόμισμα,γνησιότητα
απουσία,έλλειψη,ανυπαρξία,ανυπαρξία,μηδέν,μη πραγματικότητα,Έλλειψη,ανυπαρξία,δυνατότητα,θέλω
corporal punishment => σωματική τιμωρία, corporal => Δεκανέας, corp => πτώμα, corozo palm => Φοίνικας κορόζο, corozo => κορρόζο,