Greek Meaning of corporality

σωματικότητα

Other Greek words related to σωματικότητα

Definitions and Meaning of corporality in English

Wordnet

corporality (n)

the quality of being physical; consisting of matter

FAQs About the word corporality

σωματικότητα

the quality of being physical; consisting of matter

ύπαρξη,Σωματικότητα,πραγματικότητα,διαβίωση,αντικειμενικότητα,δραστηριότητα,πραγματικότητα,Κινούμενα σχέδια,Νόμισμα,γνησιότητα

απουσία,έλλειψη,ανυπαρξία,ανυπαρξία,μηδέν,μη πραγματικότητα,Έλλειψη,ανυπαρξία,δυνατότητα,θέλω

corporal punishment => σωματική τιμωρία, corporal => Δεκανέας, corp => πτώμα, corozo palm => Φοίνικας κορόζο, corozo => κορρόζο,