Greek Meaning of corporate
εταιρικός
Other Greek words related to εταιρικός
Nearest Words of corporate
- corporate bond => Εταιρικά ομόλογα
- corporate executive => Εταιρικό στέλεχος
- corporate finance => Εταιρικά Οικονομικά
- corporate investor => Εταιρικός επενδυτής
- corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη
- corporation => εταιρεία
- corporation law => Εταιρικό δίκαιο
- corporatism => εταιρισμός
- corporatist => κορπορατίστικος
- corporeal => σωματικός
Definitions and Meaning of corporate in English
corporate (a)
of or belonging to a corporation
corporate (s)
possessing or existing in bodily form
done by or characteristic of individuals acting together
organized and maintained as a legal corporation
FAQs About the word corporate
εταιρικός
of or belonging to a corporation, possessing or existing in bodily form, done by or characteristic of individuals acting together, organized and maintained as a
εμπορικός,Εμπορεύσιμα,εμπορεύσιμο,Μαζική αγορά,μαζικής παραγωγής,εμπορεύσιμο,χονδρική
μη κερδοσκοπικός,Ακατάλληλο για εμπόριο,ακατάλληλος προς πώληση,μη εμπορικός,μη πωλήσιμο
corporality => σωματικότητα, corporal punishment => σωματική τιμωρία, corporal => Δεκανέας, corp => πτώμα, corozo palm => Φοίνικας κορόζο,