FAQs About the word saleable

εμπορεύσιμο

capable of being sold; fit for saleAlt. of Saleably

εμπορικός,εταιρικός,Εμπορεύσιμα,Μαζική αγορά,μαζικής παραγωγής,χονδρική

μη κερδοσκοπικός,Ακατάλληλο για εμπόριο,μη πωλήσιμο,μη εμπορικός,ακατάλληλος προς πώληση

sale in gross => Ακαθάριστες πωλήσεις, sale => πώληση, salat => Σαλάτα, salarying => μισθός, salary increase => Αύξηση μισθού,