Greek Meaning of corporeal
σωματικός
Other Greek words related to σωματικός
Nearest Words of corporeal
- corporatist => κορπορατίστικος
- corporatism => εταιρισμός
- corporation law => Εταιρικό δίκαιο
- corporation => εταιρεία
- corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη
- corporate investor => Εταιρικός επενδυτής
- corporate finance => Εταιρικά Οικονομικά
- corporate executive => Εταιρικό στέλεχος
- corporate bond => Εταιρικά ομόλογα
- corporate => εταιρικός
Definitions and Meaning of corporeal in English
corporeal (a)
having material or physical form or substance
corporeal (s)
affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit
FAQs About the word corporeal
σωματικός
having material or physical form or substance, affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit
σωματικός,φυσικός,ανατομικός,ανατομικός,ζώο,Δεκανέας,φυσιολογικός,φυσιολογικός,σωματικός,σαρκικός
εγκεφαλικός,εσωτερικός,διανοούμενος,ψυχικός,Αΰλος,ψυχολογικός,ψυχολογικός,πνευματικός,άυλος,ασώματος
corporatist => κορπορατίστικος, corporatism => εταιρισμός, corporation law => Εταιρικό δίκαιο, corporation => εταιρεία, corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη,