Greek Meaning of corporeal

σωματικός

Other Greek words related to σωματικός

Definitions and Meaning of corporeal in English

Wordnet

corporeal (a)

having material or physical form or substance

Wordnet

corporeal (s)

affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit

FAQs About the word corporeal

σωματικός

having material or physical form or substance, affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit

σωματικός,φυσικός,ανατομικός,ανατομικός,ζώο,Δεκανέας,φυσιολογικός,φυσιολογικός,σωματικός,σαρκικός

εγκεφαλικός,εσωτερικός,διανοούμενος,ψυχικός,Αΰλος,ψυχολογικός,ψυχολογικός,πνευματικός,άυλος,ασώματος

corporatist => κορπορατίστικος, corporatism => εταιρισμός, corporation law => Εταιρικό δίκαιο, corporation => εταιρεία, corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη,