Greek Meaning of psychical

ψυχικός

Other Greek words related to ψυχικός

Definitions and Meaning of psychical in English

Wordnet

psychical (s)

affecting or influenced by the human mind

outside the sphere of physical science

FAQs About the word psychical

ψυχικός

affecting or influenced by the human mind, outside the sphere of physical science

μεταφυσικός,μυστικός,Μυστηριώδης,Παραφυσικό,σπιριτιστικός,πνευματιστικός,ουράνιος,εξωαισθητηριακός,απόκρυφο,Απόκοσμος

φυσικός,επίγειος,καθημερινό

psychic trauma => Ψυχικό τραύμα, psychic phenomenon => Ψυχικό φαινόμενο, psychic phenomena => Παραφυσικά φαινόμενα, psychic energy => ψυχική ενέργεια, psychic communication => Τηλεπαθητική επικοινωνία,