Greek Meaning of spiritistic

σπιριτιστικός

Other Greek words related to σπιριτιστικός

Definitions and Meaning of spiritistic in English

spiritistic

spiritualism sense 2a

FAQs About the word spiritistic

σπιριτιστικός

spiritualism sense 2a

μυστικός,Μυστηριώδης,ψυχικός,ψυχικός,πνευματιστικός,εξωαισθητηριακός,μεταφυσικός,απόκρυφο,Απόκοσμος,Παραφυσικό

φυσικός,επίγειος,καθημερινό

spiritist => σπιριτιστής, spiriting (away or off) => αφαίρεση (μακριά ή μακριά), spiriting => πνευματώδης, spirited (away or off) => γεμάτος ζωντάνια (απομακρυσμένος ή απομακρυσμένος), spirit (away or off) => πνεύμα (μακριά ή μακριά),