Greek Meaning of unworldly
εξωκοσμικός
Other Greek words related to εξωκοσμικός
- Ανώριμος
- άπειρος
- αθώος
- αφελης
- πρωτόγονος
- απλός
- αφελή
- παιδικός
- παιδαριώδης
- δροσερός
- δακρυόβρεκτος
- Πράσινο
- αφελής
- αφελής
- εμπιστευώμενος
- ακρτικός
- άθελά του
- Αγέλαστος
- ανυποψίαστος
- άκακος
- απρόσεκτος
- με διάπλατα μάτια
- Ωχ, όχι...
- ανόητος
- απλοϊκός
- πιστεύων
- άπειρος
- απρόσεκτος
- Ευκολόπιστος
- Εύπιστος
- απρόσεκτος
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Ωμός
- ευαίσθητος
- απρόσεκτος
- εμπιστευτικός
- απροστάτευτος
- μη ρεαλιστικό
- Εύπιστος
- κοσμοπολίτης
- κριτική
- κυνικός
- έμπειρος
- άπιστος
- γνώση
- σκεπτικός
- εκλεπτυσμένος
- ύποπτος
- κοσμικός
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- αμφίβολος
- προσγειωμένος
- Φρουρούμενος
- καχύποπτος
- πραγματιστής
- ρεαλιστικός
- μη πεπεισμένος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- Έμπειρος
- πεισματάρης
- επιφυλακτικός
- πρακτικός
- νηφάλιος
- Έξυπνος στον δρόμο
- εξυπνάδα
- υποψιαζόμενος
Nearest Words of unworldly
Definitions and Meaning of unworldly in English
unworldly (a)
not concerned with the temporal world or swayed by mundane considerations
unworldly (s)
not wise in the ways of the world
unworldly (a.)
Not worldly; spiritual; holy.
FAQs About the word unworldly
εξωκοσμικός
not concerned with the temporal world or swayed by mundane considerations, not wise in the ways of the worldNot worldly; spiritual; holy.
Ανώριμος,άπειρος,αθώος,αφελης,πρωτόγονος,απλός,αφελή,παιδικός,παιδαριώδης,δροσερός
κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος,ύποπτος,κοσμικός
unworkmanlike => ανεπαρκής, unworkable => ανέφικτος, unwork => Χαλάν, unwooded => αδάσωτος, unwontedly => ασυνήθιστα,