Greek Meaning of naïf

ανόητος

Other Greek words related to ανόητος

Definitions and Meaning of naïf in English

naïf

naive, a naive person

FAQs About the word naïf

ανόητος

naive, a naive person

Πράσινο,άπειρος,αθώος,αφελης,αφελή,πιστεύων,άπειρος,παιδικός,δροσερός,δακρυόβρεκτος

προσεκτικός,προσεκτικός,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος

myths => μύθοι, mythos => μύθος, mythomaniac => μυθομανής, mythoi => μύθοι, mystiques => μυστικιστές,