Greek Meaning of gulled
εξαπατημένος
Other Greek words related to εξαπατημένος
- Γοητευμένος
- πιστεύων
- Ευκολόπιστος
- Εξαπατημένος
- Εύπιστος
- ευαίσθητος
- Αυταπατώμενος
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- Εύπιστος
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδικός
- παιδαριώδης
- απρόσεκτος
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- άπειρος
- απρόσεκτος
- απροστάτευτος
- μη ρεαλιστικό
- αφελή
- δροσερός
- δακρυόβρεκτος
- Πράσινο
- Ανώριμος
- αφελής
- αθώος
- αφελής
- αφελης
- πρωτόγονος
- ακρτικός
- άθελά του
- Αγέλαστος
- ανυποψίαστος
- άκακος
- απρόσεκτος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- ανόητος
- απλοϊκός
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- κοσμοπολίτης
- κριτική
- κυνικός
- αμφίβολος
- έμπειρος
- άπιστος
- γνώση
- σκεπτικός
- εκλεπτυσμένος
- ύποπτος
- μη πεπεισμένος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- κοσμικός
- Έμπειρος
- Φρουρούμενος
- πεισματάρης
- καχύποπτος
- πραγματιστής
- ρεαλιστικός
- νηφάλιος
- υποψιαζόμενος
- προσγειωμένος
- επιφυλακτικός
- πρακτικός
- εξυπνάδα
Nearest Words of gulled
Definitions and Meaning of gulled in English
gulled (imp. & p. p.)
of Gull
FAQs About the word gulled
εξαπατημένος
of Gull
Γοητευμένος,πιστεύων,Ευκολόπιστος,Εξαπατημένος,Εύπιστος,ευαίσθητος,Αυταπατώμενος,εμπιστευώμενος,εμπιστευτικός,Εύπιστος
προσεκτικός,προσεκτικός,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,αμφίβολος,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός
gullage => Λαντζούλλι, gull => Γλάρος, gulist => Γκουλίστ, gulgul => γουργούρισμα, gulge => γουργούρισμα,