Greek Meaning of streetwise
εξυπνάδα
Other Greek words related to εξυπνάδα
Nearest Words of streetwise
- street-walk => περπάτημα στο δρόμο
- streetwalk => τριγύρνα στους δρόμους
- streetlight => φανάρι δρόμου
- streetcar track => Γραμμές τραμ
- streetcar => τραμ
- street urchin => αλήτης
- street theater => Θέατρο δρόμου
- street sweeper => Σκουπιδομανός
- street smarts => Γνώσεις δρόμου
- street smart => Έξυπνος στον δρόμο
Definitions and Meaning of streetwise in English
streetwise (s)
having the shrewd resourcefulness needed to survive in an urban environment
FAQs About the word streetwise
εξυπνάδα
having the shrewd resourcefulness needed to survive in an urban environment
πονηρός,Έξυπνος στον δρόμο,αστραφτερός,κυνικός,πεισματάρης,εύστοχος,κριτική,καχύποπτος,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος
εύκολος,εκμεταλλεύσιμος,Εύπιστος,αφελή,αφελης,ευαίσθητος,εμπιστευτικός,απρόσεκτος,με διάπλατα μάτια,ατέχναστος
street-walk => περπάτημα στο δρόμο, streetwalk => τριγύρνα στους δρόμους, streetlight => φανάρι δρόμου, streetcar track => Γραμμές τραμ, streetcar => τραμ,