Greek Meaning of streetlight
φανάρι δρόμου
Other Greek words related to φανάρι δρόμου
- τόξο λάμπα
- Φως τόξου
- κηροπήγιο
- Κηροπήγιο
- κερί
- πολυέλαιος
- Φακός
- προβολέας
- Φωταέριο
- προβολέας
- λάμπα
- φανάρι
- Λάμπα
- Φάρος
- Φωτισμός
- απλίκα
- προβολέας
- φάρος
- Σκοτεινή λάμπα
- φωτοβολίδα
- φλας
- φλας
- Κύβος φλας
- φθορίζουσα λυχνία
- Αερόστατο
- πολυέλαιος
- Φωτιστικό
- Λάμπα πυράκτωσης
- Φως Kleig
- Προβολείς
- Λάμπα ηλιοθεραπείας
Nearest Words of streetlight
- streetwalk => τριγύρνα στους δρόμους
- street-walk => περπάτημα στο δρόμο
- streetwise => εξυπνάδα
- streisand => Στραισαντ
- strekelia => Στρέκελια
- strekelia formosissima => Στρέκελια φορμοσίσιμα
- strelitzia => Στρελίτσια
- strelitzia family => Στρελίτσιες
- strelitzia reginae => Στρελίτσια
- strelitziaceae => Στρελίτσιες
Definitions and Meaning of streetlight in English
streetlight (n)
a lamp supported on a lamppost; for illuminating a street
FAQs About the word streetlight
φανάρι δρόμου
a lamp supported on a lamppost; for illuminating a street
τόξο λάμπα,Φως τόξου,κηροπήγιο,Κηροπήγιο,κερί,πολυέλαιος,Φακός,προβολέας,Φωταέριο,προβολέας
No antonyms found.
streetcar track => Γραμμές τραμ, streetcar => τραμ, street urchin => αλήτης, street theater => Θέατρο δρόμου, street sweeper => Σκουπιδομανός,