Greek Meaning of floodlight
προβολέας
Other Greek words related to προβολέας
- τόξο λάμπα
- Φως τόξου
- κηροπήγιο
- Κηροπήγιο
- κερί
- πολυέλαιος
- Σκοτεινή λάμπα
- φλας
- Φακός
- φθορίζουσα λυχνία
- Φωταέριο
- προβολέας
- Λάμπα πυράκτωσης
- λάμπα
- φανάρι
- Λάμπα
- Φάρος
- Φωτισμός
- προβολέας
- φανάρι δρόμου
- Λάμπα ηλιοθεραπείας
- φάρος
- φωτοβολίδα
- φλας
- Κύβος φλας
- Αερόστατο
- πολυέλαιος
- Φωτιστικό
- Φως Kleig
- Προβολείς
- απλίκα
Nearest Words of floodlight
Definitions and Meaning of floodlight in English
floodlight (n)
light that is a source of artificial illumination having a broad beam; used in photography
floodlight (v)
illuminate with floodlights
FAQs About the word floodlight
προβολέας
light that is a source of artificial illumination having a broad beam; used in photography, illuminate with floodlights
τόξο λάμπα,Φως τόξου,κηροπήγιο,Κηροπήγιο,κερί,πολυέλαιος,Σκοτεινή λάμπα,φλας,Φακός,φθορίζουσα λυχνία
μαύρισμα,σκουraίνει,αχνός,βαρετό,θολώνω,ασαφής,εξώφυλλο,σβήνω,σβήνω,σάβανο
flooding => πλημμύρα, floodhead => πηγή υπερχείλισης, floodgate => υδατοφράκτες, flooder => πλημμυροντής, flooded gum => Πλημμυρισμένη τσίχλα,