Greek Meaning of floodlighted

προβολωτό

Other Greek words related to προβολωτό

Definitions and Meaning of floodlighted in English

Wordnet

floodlighted (s)

illuminated by means of floodlights

FAQs About the word floodlighted

προβολωτό

illuminated by means of floodlights

επισημασμένος,φωτισμένο,φωτισμένο,αναμμένος,φωτισμένος από προβολέα,φλεγόμενος,alight,φωτεινό,φωτεινός,Αναμμένο

μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,Σκοτεινός,σκοτεινό,αμυδρό,λυκόφως,σκοτεινός,μελαγχολικός,σκοτεινό

floodlight => προβολέας, flooding => πλημμύρα, floodhead => πηγή υπερχείλισης, floodgate => υδατοφράκτες, flooder => πλημμυροντής,