Greek Meaning of grey
γκρί
Other Greek words related to γκρί
- ξεθωριασμένος
- γκριζωπός
- ασήμι
- ασημί
- Πλάκα
- σχιστολιθικός
- λευκό
- αχρωματικός
- αρμενικός
- Άχρωμο
- μολυβένιος
- ουδέτερος
- χλωμός
- Καλάι
- λυπημένος
- σχιστολιθικός
- χαλύβδινος
- υπόλευκος
- χλωμός
- σταχτί
- Μάρμαρο
- δασύμαλλος
- Κρητώδης
- σοκολάτα
- βαρετό
- δουν
- Γκριζαρισμένος
- πάχνη
- πολιός
- Χλωμό
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- χλωμός
- αμμώδης
- καφεκίτρινο
- ξεθωριασμένος
Nearest Words of grey
- grewsome => Φριχτή
- grewia asiatica => Grewia asiatica
- grewia => Γρεβία
- grew => μεγάλωσε
- grevy's zebra => Ζέβρα του Γκρέβι
- grevillela parallela => Γρεβιλλέα η παράλληλη
- grevillea striata => Γρεβίλλεια η ραβδωτή
- grevillea robusta => Γρεβιλλέα η ισχυρή
- grevillea banksii => Γρεβιλλέα του Μπανκς
- grevillea => Γρεβίλλεια
Definitions and Meaning of grey in English
grey (n)
United States writer of western adventure novels (1875-1939)
Queen of England for nine days in 1553; she was quickly replaced by Mary Tudor and beheaded for treason (1537-1554)
Englishman who as Prime Minister implemented social reforms including the abolition of slavery throughout the British Empire (1764-1845)
any organization or party whose uniforms or badges are grey
a neutral achromatic color midway between white and black
clothing that is a grey color
horse of a light gray or whitish color
grey (v)
make grey
turn grey
grey (s)
of an achromatic color of any lightness intermediate between the extremes of white and black
showing characteristics of age, especially having grey or white hair
used to signify the Confederate forces in the American Civil War (who wore grey uniforms)
intermediate in character or position
grey (a.)
See Gray (the correct orthography).
FAQs About the word grey
γκρί
United States writer of western adventure novels (1875-1939), Queen of England for nine days in 1553; she was quickly replaced by Mary Tudor and beheaded for tr
ξεθωριασμένος,γκριζωπός,ασήμι,ασημί,Πλάκα,σχιστολιθικός,λευκό,αχρωματικός,αρμενικός,Άχρωμο
φωτεινό,χρωματικός,έγχρωμος,βαθύς,ομοφυλόφιλος,πλούσιος,πολύχρωμο,πολύχρωμος,Πολυχρωματικός,ποικιλόχρωμος
grewsome => Φριχτή, grewia asiatica => Grewia asiatica, grewia => Γρεβία, grew => μεγάλωσε, grevy's zebra => Ζέβρα του Γκρέβι,