Greek Meaning of hoar
πάχνη
Other Greek words related to πάχνη
- αρχαίος
- αντίκα
- πολιός
- μεσαιωνικός
- παλιό
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- Αιωνόβιος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- άναρχος
- μεσαιωνικός
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- Αθάνατος
- γήρανση
- αρχαϊκός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- ανθεκτικός
- μπαγιάτικος
- γεροντικός
- διαρκής
- Μακρόβιο
- Ώριμος
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παρωχημένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- μόνιμο
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- διαχρονικός
- παραδοσιακό
- δοκίμασε
- vintage
- παρελθόν
Nearest Words of hoar
Definitions and Meaning of hoar in English
hoar (n)
ice crystals forming a white deposit (especially on objects outside)
hoar (s)
showing characteristics of age, especially having grey or white hair
hoar (a.)
White, or grayish white; as, hoar frost; hoar cliffs.
Gray or white with age; hoary.
Musty; moldy; stale.
hoar (n.)
Hoariness; antiquity.
hoar (v. t.)
To become moldy or musty.
FAQs About the word hoar
πάχνη
ice crystals forming a white deposit (especially on objects outside), showing characteristics of age, especially having grey or white hairWhite, or grayish whit
αρχαίος,αντίκα,πολιός,μεσαιωνικός,παλιό,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,γήρανση,Αιωνόβιος,προκατακλυσμιαίος
φρέσκος,μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,νεανικός,Σύγχρονο,τρέχων,τελευταίος,μυθιστόρημα
hoagy carmichael => Χόουγκι Κάρμαϊκελ, hoagy => χότζι, hoagland howard carmichael => Χόγκλαντ Χάουαρντ Κάρμαικλ, hoagland => Χόγκλαντ, hoagie => Σάντουιτς,